Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2007

The blog story

Στον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, τα δίδυμα μου ζάλισαν τ’ αυτιά.
Τα blogs αυτό, τα blogs εκείνο, το τάδε blog έτσι, το άλλο blog αλλιώς, άσε δε το blog του Σκρουμπνουνούγιουγιου. Μέχρι και η μαμά της Ηξι Πηριτήστιμη σου λέει, έφτιαξε blog με συνταγές ζαχαροπλαστικής, εμπνευσμένες από τις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Εγώ τα δίδυμα πάντοτε για ξενέρωτα τα είχα, αλλά αυτή τη φορά ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Αφού περάσαμε τα Χριστούγεννα οικογενειακώς στο Λονδίνο, με το μπαμπά και τη νέα του οικογένεια, δηλαδή την ινδικής καταγωγής δίμετρη νέα του σύζυγο και τη δική της οικογένεια, μετά πήρα ως καλή κόρη το αερόπλανο και πήγα στο Μόντε Κάρλο για να περάσω την Πρωτοχρονιά, πάλι με την οικογένεια. Δηλαδή με τη μαμά, τον δικό της σύζυγο και φυσικά τα ΔΙΔΥΜΑ.

Τα δίδυμα είναι τα δυο αγόρια του συζύγου της μαμάς. Ο Λεό και ο Τεό. Θα αναρωτιέστε ποιο ψώνιο βαφτίζει τα δίδυμα τέκνα του Λεό και Τεό.
Να σας εξηγήσω λίγο τα οικογενειακά μας, χωρίς πολλά πολλά γιατί δε μου φτάνουν 3 blogs για να τα γράψω όλα.

Η μητέρα, μετά που χώρισε με τον πατέρα εγκατέλειψε το Λονδίνο, όπου ζούσαν τα δυο προηγούμενα χρόνια, σε μια εναγώνια και εντελώς ηλίθια προσπάθεια να σώσουν τον προ πολλού ναυαγημένο γάμο των (κρίνοντας πως εμείς - δηλαδή ο αδελφός μου κι εγώ - είμαστε αρκετά μεγάλοι για να επιβιώσουμε στη ζούγκλα των Αθηνών χωρίς τη γονική φροντίδα και στοργή) και φιλοξενήθηκε στο λοφτ της θείας Θέκλας στη Νέα Υόρκη.

Εκεί γνώρισε έναν συμπαθητικό κυριούλη, ευγενούς καταγωγής, ο οποίος την πήρε από το χλωμό και βροχερό Λονδίνο και την έπεισε να εγκατασταθεί μαζί του στο χλωμό και βροχερό Παρίσι. Η μητέρα είναι και ευκολόπιστος άνθρωπος γενικά, αλλά όσο να πεις βοήθησε και η κοτρόνα που της φόρεσε ως δακτυλίδι αρραβώνων. Όχι ότι η μητέρα θαμπώνεται από κάτι τέτοια, αλλά όσο να πεις, Καρτιέ είν’ αυτός! Ακολούθησε σεμνή τελετή γάμου και όλα τα σχετικά κι έτσι σε ένα πρωινό, απέκτησα άλλα δύο αδέλφια, τα δίδυμα.

Το Λεό, λοιπόν, προκύπτει από το Λεοπόλδος, καθότι υπάρχει κάποια ανατριχιαστικά μακρινή συγγένεια της οικογένειας του πατριού με κάποιους γαλαζοαίματους που καρατομήθηκαν, αφού όμως πρόλαβαν να σπείρουν απογόνους.

Το Τεό, προκύπτει από το Θεόδωρος, καθότι ο Αλφρέδος (ο πατριός) δηλώνει μέγας θαυμαστής της Ελλάδος και των ηρώων της επανάστασης του 1821 (είναι πολύ in οι επαναστάσεις στους κύκλους των ευρωπαίων «ευγενών») κι έτσι επέβαλε στην πρώτη του σύζυγο να βαπτισθεί το έτερο των διδύμων με το όνομα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Το πιθανότερο είναι πως εάν ο Κολοκοτρώνης σηκωνόταν απ’ τον τάφο του θα κατουρούσε ευχαρίστως στα περσικά χαλιά της οικογενείας του Αλφρέδου, αλλά αυτό δεν είναι της στιγμής. Λοιπόν αυτά περί Λεό και Τεό.

Τα δίδυμα λοιπόν, είχαν την φαεινή ιδέα να με ακολουθήσουν στην Αθήνα. Είχα δηλώσει σθεναρά ότι 2 Ιανουαρίου ο κόσμος να χαλάσει εγώ επιστρέφω στην Ελλάδα. Δηλαδή στην Αθήνα, διότι ως γνωστόν Ελλάδα είναι η Αθήνα, άντε και η Μύκονος. Η ιδέα τους ήταν να ταξιδέψουμε με αυτοκίνητο, κάνοντας μια μικρή στάση στις Δολομιτικές Άλπεις για σκι, μια ακόμη στη Σιένα για παγωτό απ’ του Νανίνι και μια τρίτη στάση στη Περούτζα για να συναντήσουν έναν τζιτζιφιόγκο φίλο τους που τυγχάνει Έλληνας της διασποράς. Ήθελα φωνάξω ΟΧΙ, αλλά το παγωτό του Νανίνι είναι γαμάτο κι έτσι συμφώνησα.

Στριμωχτήκαμε λοιπόν στο πανάκριβο και άβολο όχημα του Τεό (για το οποίο αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί είναι περήφανος, κάτι ακαταλαβίστικα για περιορισμένη παραγωγή μου είπε, αλλά τα βαριέμαι αυτά) και ξεχυθήκαμε στις ιταλικές σουπερστράντες.

Το δράμα μου ήταν ότι ο Τεό, γνωρίζοντας γιατί βαφτίστηκε Τεό και όχι Αλφρέδος ο ΙΙ ή Βρασίδας, έχει κληρονομήσει το ψώνιο του πατρός του. Έτσι το ηχοσύστημα του αυτοκινήτου φιλοξενούσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι τους Δολομίτες αποκλειστικά ελληνική μουσική. Ο άτιμος είναι και κολλητάρι με διάφορους Έλληνες των Παρισίων, με αποτέλεσμα η Χρύσπα, ο Κιάμος, η Κελεκίδου και ο Μακρόπουλος να πηγαίνουν σύννεφο. Όταν είπαμε να ξεκινήσουμε για τη Σιένα, δεν άντεξα. Πάτησα πόδι και τα προϊόντα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού εξορίστηκαν από το σιντι πλέιερ.

Οπότε, άρχισε η ανάλυση για τα blogs. Μου τα είπαν όλα. Πριν καν πατήσουμε το ελληνικό έδαφος, νομίζω ήξερα περισσότερα για τα ιστολόγια απ’ ότι κι ο φίλος μου ο Πιτσιρίκος. Το κεφάλι μου ήταν καζάνι και μόνο μετά τις τέσσερις μπάλες παγωτού απ’ του Νανίνι μπόρεσα να τα βάλω σε μια τάξη.

Φτάνοντας στην Αθήνα, με περίμενε το επόμενο σοκ. Όσα μόλις σας έγραψα τα διηγήθηκα στον καλύτερό μου φίλο κι εκείνος σκασμένος από τα γέλια μου απεκάλυψε ότι η πραγματική του ιδιότητα είναι αυτή του blogger και ότι είναι γνωστός ως Πιτσιρίκος.

Εγώ τον Πιτσιρίκο (τον blogger) τον έμαθα από τον φίλο μου το Φώτη Βαλλάτο, τη διάσημη αντικαθεστωτική και αναρχικιά περσόνα των ελληνικών εκδόσεων και δεν μπορούσα να διανοηθώ να τον συνδέσω με τον κακάσχημο, φαλακρό και τρυφερό χοντρούλη κολλητό μου.

Καθώς το ένα σοκ ακολουθούσε το άλλο, κατάλαβα ότι γύρω μου εξελισσόταν κρυφά μια θύελλα εξελίξεων κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα.
Μετά απ’ όλα αυτά αποφάσισα πως μια Γιαδικιάρογλου δεν είναι δυνατόν να μην έχει δικό της blog.