Όταν η πρασινοσκουφίτσα ήταν ακόμη παρθένα πίστευε ότι η βόλτα στο δάσος ήταν μια ενδιαφέρουσα και χαριτωμένη περιπέτεια. Καθυστερούσε λίγο να πάει το φαγητό στη γιαγιά, αλλά ήταν τόσο συναρπαστικά όσα μπορούσε να κάνει στο δάσος, που της ήταν αδύνατον να αντισταθεί στους πειρασμούς.
Υπήρχε βέβαια ο κακός λύκος, που τριγυρνούσε και τον οποίο όχι μόνο φοβόταν, αλλά ήξερε καλά πως ήταν εκπαιδευμένος στους κινδύνους του δάσους και πως αν ήθελε μπορούσε να τη βάλει κάτω και να της αλλάξει τα φώτα.
Στο τέλος της βόλτας της, έφθανε λαχανιασμένη από την έξαψη και την αγωνία στη γιαγιά της και αφού της προσέφερε φαγητό, καθόταν δίπλα της και άκουγε προσεκτικά τις ιστορίες και τις συμβουλές της.
Καθώς ο καιρός περνούσε, η πρασινοσκουφίτσα αποκτούσε εμπειρία στο διάβα του δάσους και χάρη στις συμβουλές της γιαγιάς μάθαινε τι να προσέχει και κυρίως πώς να ψιλιάζεται ότι ο λύκος την παρακολουθούσε. Σύντομα κατάφερνε να διαχειρίζεται τις επικίνδυνες συναντήσεις της μαζί του και καθώς η γιαγιά όλο και χαλάρωνε τις παρατηρήσεις και τις γκρίνιες -την είχε και ανάγκη μεγάλη τη πρασινοσκουφίτσα άλλωστε- εκείνη περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο δάσος, μέχρι που το λύκο τον είχε σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε.
Η μικρή και αθώα πρασινοσκουφίτσα ανακάλυπτε έναν καινούριο κόσμο και κυρίως ανακάλυπτε πως με την απαραίτητη δόση πουτανιάς, δεν υπήρχε κανείς γύρω να την ελέγξει, μπορούσε να δοκιμάσει ό,τι ήθελε, να αρπάξει να καταστρέψει, να χορτάσει την πείνα της και φυσικά, επιτέλους να γαμηθεί ασύστολα.
Κρέμασε την παρθενία της και την αυθεντική της περιέργεια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και το 'ριξε στο μεγάλο φαγοπότι. Μετά, με βαριά καρδιά, μάζευε τον αληθινό της εαυτό και πήγαινε με την ουρά κάτω απ' τα σκέλια στη γιαγιά, που έκπληκτη με την πρόοδο της πρασινοσκουφίτσας στη δημιουργία φαιδρών και ανυπόστατων δικαιολογιών, κατάλαβε πως η μικρή είχε μετατραπεί σε τέρας.
Είχε έρθει η ώρα να καταφθάσει ο μεγάλος κυνηγός. Εκείνος θα φρόντιζε κατ' αρχήν να συνετίσει το λύκο, που είχε χάσει τα μυαλά του εντελώς. Από άγριος, λιτοδίαιτος και απείθαρχος οδοιπόρος, είχε μετατραπεί σε γιουσουφάκι της πρασινοσκουφίτσας, χοντρομπαλάς και άβουλος. Μετά ο μεγάλος κυνηγός θα έβαζε στη θέση της τη πρασινοσκουφίτσα, που είχε καβαλήσει το καλάμι και έβλεπε τον εαυτό της σαν κάτι ανάμεσα Μαρίας Αντουανέτας και Νόαμ Τσόμσκι.
Αλλά αυτό είναι ένα παραμύθι και όλοι ξέρουμε πως στο τέλος δεν σκοτώνονται οι κακοί και πως δεν ζούμε όλοι καλύτερα.