Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008
Η ανταλλαγή
Ήταν νύχτα. Η απογευματινή βροχή είχε ποτίσει την άσφαλτο και τις σκατούλες που είχαν αφήσει τα περαστικά αδέσποτα. Μύριζε παντού Αθήνα.
Η Φ. έτρωγε τα νύχια της από αγωνία. Όλες της οι φίλες, ακόμη και η 40χρονη θεία της με τον επίσης 40χρονο νονό της είχαν βρει. Εκείνη ακόμη όχι. Ένοιωθε το στερητικό να της σφίγγει το στομάχι. Στίχοι από τραγούδια που δεν θα άκουγε ποτέ live, περνούσαν μπροστά της, σαν φωτεινή επιγραφή μπουζουξίδικου στο δρόμο Καρδίτσας - Γρεβενών.
Στις 7 μπήκε στο σπίτι η Δ. Η Φ. την κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ξεστόμισε με απελπισία την ερώτηση που της έκαιγε τα χείλη ώρες τώρα:
- "Έχεις κι εσύ";
Η Δ. την κοίταξε, της χάιδεψε τα μαλλιά και απάντησε χαμηλόφωνα:
- "Αφού το ξέρεις. Δεν έχω άλλα λεφτά".
Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στα τρυφερά μάγουλα της Φ.:
- "Μα έχουν όλοι. Μόνον εμείς δεν έχουμε..."
Η Δ., χωρίς να συνειδητοποιεί τη σημασία των λόγων της, ξεστόμισε:
-"Νομίζω ότι έχει ο αδελφός μου".
Εκείνη τη στιγμή ο καναπές υποχώρησε κάτω από τον υπέροχο κώλο της Φ. Το πάτωμα επίσης. Οι τοίχοι που την έπνιγαν ώρες τώρα γκρεμίστηκαν. Η καρδιά της φτερούγισε. Το τηλέφωνο πήρε φωτιά. Σε λιγότερο από 15 λεπτά το ραντεβού είχε κλειστεί.
Έντεκα ακριβώς ήμασταν στα starbucks της Κηφισίας. Η Φ. με έβαλε τσιλιαδόρισσα -ευτυχώς ήξερα απ' αυτά από την εποχή που καπνίζαμε κρυφά στην Γκουφιέ με τον Α. Εκείνη μπήκε μέσα. (Άσχετο: μένουν τα starbucks ανοιχτά μέχρι τέτοια ώρα; από πότε;)
Ο Π. ήταν ήδη εκεί. Κάθισαν σ' ένα τραπέζι κι όλοι τους κοιτούσαν περίεργα. Δεν έπιναν, δεν έτρωγαν. Μόνο μιλούσαν γι' αυτό. Εκείνη βιαζόταν να το δει. Ο Π. είδε την αγωνία που της έσφιγγε το πρόσωπο και χαμογέλασε.
-"Εδώ το έχω, μην ανησυχείς". Της το έδωσε, πήρε τα χρήματα και χάθηκε στα σκοτεινά στενά της Φιλοθέης.
Η Φ. είναι πια ευτυχισμένη.
Έχει κι αυτή!