Δύο μύθοι προς κατάρρευση.
Μύθος πρώτος ότι οι μουσικές Σάρα και Μάρα, που πάντοτε συνοδεύονται από το Κακό Συναπάντημα και κυριαρχούν στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις μας είναι προϊόν το οποίο πουλά. (Τώρα εδώ που τα λέμε το «κακό συναπάντημα» δεν μπορεί να είναι τόσο κακό όσο η φήμη που το ακολουθεί, αφού από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δεν έχει αφήσει ποτέ μόνες τους τις δυο κυρίες, αλλά τέλος πάντων).
Τον πρώτο καιρό, είχαμε τσιμπήσει όλοι. Σε όποια φιλόμουση παρέα κι αν βρισκόσουν άκουγες συζητήσεις, όπου απορημένοι εραστές της μουσικής έκαναν τον σταυρό τους με το επίπεδο που έπεφτε και πάτο δεν έβρισκε.
Αργότερα, υποψίες τύλιξαν απαξάπαντες, σαν μαύρο φίδι σχεδόν ως ο περίφημος Όφις, που έβαλε ιδέες σ’ εκείνη την αρχιπουτανάρα την Εύα. Δράττομαι εδώ της ευκαιρίας να ασχοληθώ και με αυτόν τον μύθο. Στην πραγματικότητα ο Όφις ήταν απλώς ο πλακατζής της Εδέμ. Ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό, ότι η άλλη θα έτρεχε αμέσως να πάρει στο λαιμό της το αγνό κι ανήξερο παλικάρι. Αλλά αυτός είναι ένας άλλος μύθος, με την κατάρρευση του οποίου θα ασχοληθώ σε άλλο post.
Σκεφτήκαμε λοιπόν «Μπας και μας δουλεύουν»; Ήταν πραγματικά απίστευτο για να είναι αληθινό. Άλλωστε όλοι γνωρίζαμε ότι οι εταιρείες – των δισκογραφικών μη εξαιρουμένων – ουδέποτε προσπάθησαν να εξαπατήσουν τα πλήθη των καταναλωτών.
Όπως επίσης, ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να μας πείσουν ότι το προϊόν τους είναι το καλύτερο, έχει διπλό διαφορικό και τραβάει στην ανηφόρα χάρη στους μπλε και κόκκινους κόκκους με διπλό αμονιαζόλ.
Έτσι λοιπόν, ήταν πέρα για πέρα φυσικό να πέσουμε όλοι μαζί από τα σύννεφα όταν άρχισε να αποκαλύπτεται σιγά σιγά η απίστευτη -μα τον Τουτάτη & το Μπέλενο- αλήθεια. Ότι, δηλαδή, σιγά μην πουλάει η Άντζελα περισσότερους δίσκους από τον Μαχαιρίτσα. Σιγά μην αδειάζουν τα ράφια των δισκοπωλείων μόλις βγάζει δίσκο η Καίτη Γαρμπή (καλά αυτό το παίρνω πίσω).
Έτσι ανακαλύψαμε ότι «έχεις πιτυρίδα, το ξέρεις;». Μάθαμε ότι οι σοβαροί καλλιτέχνες είναι αυτοί που βγάζουν τους δίσκους που μοσχοπουλούν. Ότι η συνέχεια του μουσικού μας πολιτισμού δεν έχει διακοπεί. Είναι όντως κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη κι έχει φάει τον κλότσο της και το παραμύθι ξετυλίγεται μαγευτικό.
Να πώς:
«Σταμάτα να με ταξιδεύεις, η ψυχή μου είναι κλειστή - σε βιτρίνα θα πεθαίνεις για να μοιάζει ότι ζεις - Σταμάτα να με ταξιδεύεις, τα όνειρά σου είναι βαριά - έχει αλλάξει το κορμί μου και δε σε γνωρίζει πια»...
Για όσους δεν αναγνωρίζουν: μουσική/στίχοι Πυξ Λαξ.
Και επίσης:
«Το κορίτσι που 'θελα κοντά μου - φύτεψε μια τρύπα στη καρδιά μου - μέσα από το στήθος το ανοιγμένο - βγαίνει το τραγούδι μου σπασμένο - κάθε σου ματιά χαραγματιά και κάθε χάδι σου τραυματισμένο - μες στα δάκτυλα σου μια φωτιά και ένα ρόδι κόκκινο σπασμένο».
Για όσους δεν αναγνωρίζουν: μουσική/στίχοι Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ωραία. Τώρα, λοιπόν, που η αλήθεια βγήκε στο φως και γνωρίζουμε ότι το παιχνίδι είναι στημένο και η ποιότητα είναι που πουλάει, ας ασχοληθούμε με το ποιος αγοράζει.
Υπάρχει η απόλυτη βεβαιότητα, ότι το κοινό που σπρώχνει τα ωραιότατα ευρώ του στις κακές-κακές-κακές δισκογραφικές (περισσότερο κι από κακές, είναι ηλίθιες) αποτελείται από νέους, που πάνω τους στηρίζονται οι Καλλιτέχνες και προχωρούν στη μάχη με την εξουσία και τη φτήνια. Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν «τα νέα παιδιά, τα νέα παιδιά και επίσης.... τα νέα παιδιά).
Τώρα βέβαια θα μου πεις, νέος είναι αυτός που νοιώθει έτσι, οπότε με αυτό το σκεπτικό, δίκιο έχουν όλοι τούτοι οι μελαγχολικοί τύποι. Οι νέοι – αν τους ρωτήσεις – θα σου πουν ότι νοιώθουν γέροι, οπότε σωστά το ορίσαμε το κοινό, καθώς απ' την άλλη βρες 50άρη που δεν θα σου πει ότι νοιώθει τζόβενο.
Εγώ πάντως δεν γνωρίζω κανένα 16χρονο που να έχει πληρώσει για να αποκτήσει δίσκο ούτε του Μαχαιρίτσα ούτε του Ιωαννίδη.
Γιατί; Οι νέοι έχουν μια τάση προς τη μελαγχολία. Βρίσκονται αντιμέτωποι με την ομορφιά του κόσμου που τους περιβάλλει και δεν την αντέχουν. Έτσι, διακατέχονται από μιαν ακατάσχετη τάση φυγής και έχουν την κακιά συνήθεια να θέλουν να διασκεδάσουν.
Αντίθετα με εμάς τους υπόλοιπους, που έχουμε μιαν ωριμότητα και μπορούμε να διαχωρίσουμε τη διασκέδαση από την ψυχαγωγία, οι νέοι έχουν την τάση να τα μπερδεύουν αυτά. (by the way έχετε προσπαθήσει ποτέ να υπολογίσετε το μέσο όρο ηλικίας όσων συχνάζουν στο Μέγαρο, το Ηρώδειο και τα συναφή προπύργια του πολιτισμού μας;)
Έτσι, παρατηρείται το αρρωστημένο φαινόμενο να περιφέρονται με τα ipod φορτωμένα με Ρουβάδες, Βανδήδες και Κέλες Κελεκίδου, αδυνατώντας να αντιληφθούν το κακό που τους προξενεί το κέφι, η σάχλα και το απολιτίκ ξεπούρλεμα, που αποτελούν το δημιουργικό σκελετό αυτής της κατηγορίας ελληνικού τραγουδιού.
Θα γνωρίζετε φαντάζομαι ότι αρκετοί σοβαροί καλλιτέχνες συχνά-πυκνά αφήνουν έξω από τους δίσκους τους τραγούδια, με το σκεπτικό ότι παραείναι χαρούμενα.
Στην ταινία "Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο" θα θεωρούσαν απολύτως φυσιολογικό να βλέπαμε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να ερμηνεύει αντί για το «Νιάου νιάου βρε γατούλα» ένα απόσπασμα από τους "Όρνιθες".
Περαστικά.