Συγκλονιστικό αποδείχθηκε το Σαββατοκύριακο που πέρασε.
Περάσαμε το βράδυ του Σαββάτου με τη Πετροβασίλη, ακούγοντας τις διηγήσεις της μαμάς της για τα πέτρινα χρόνια στο Λονδίνο. Τότε που γνώρισε τον Caetano Veloso και άλλους εξόριστους βραζιλιάνους και έκαναν το διαμέρισμά της στο Μέιφερ, καμβά της αναθεωρητικής τάσης για το όραμα του Τσε για τη Λατινική Αμερική, ανακατεύοντας τις καϊπιρίνιες με απελευθερωτικές καρναβαλικές ατασθαλίες.
Απ’ ότι κατάλαβα, βρακί δεν σήκωνε ο κώλος τους, αλλά αυτό τότε δεν το λέγανε ξεκολέ, όπως το λέμε τώρα. Ήταν ενταγμένο στον επαναστατικό αέρα αναδιανομής του πλούτου, που σημαίνει ότι κάθε πλουσιοκόριτσο, σαν τη μαμά της Πετροβασίλη, όφειλε να συναντηθεί με το καλλιτεχνικό προλεταριάτο. Με δυο λόγια ήταν sex, drugs & bossa nova, στο tres κομμουνιστικό όμως, για να έρθει σε ρήξη με το αστικό κατεστημένο, δηλαδή για να μπει στη μύτη του μπαμπά.
Το καλύτερο όμως με περίμενε την Κυριακή.
Έβλεπα κάτι υπέροχα υγρά όνειρα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με μάτι θολό κοίταξα το ρολόι. 'Ηταν 8 π.μ. και στην άλλη άκρη του τηλεφώνου άκουσα τη φωνή του Πιτσιρίκου. Ακουγόταν ταραγμένος και μέσα στην παραζάλη του ύπνου, πετάχτηκα πάνω ανήσυχη. Τι να είχε συμβεί ;
Με πέρασε γενεές δεκατέσσερις που δεν ήμουν ήδη ξύπνια, πλυμένη, ντυμένη και έτοιμη. Κατάφερα να ψελλίσω μια συγνώμη παρ’ όλο το ότι δεν γνώριζα ποιο ήταν το αμάρτημα.
Εκείνος είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα από την έξαψη και τη συγκίνηση. Είχε ήδη πιει 4 καπουτσίνους και δεν άντεχε άλλο την αναμονή.
Η αλήθεια είναι ότι το είχαμε πει από μέρες ότι Μαρξ θέλοντος, την Κυριακή θα πηγαίναμε στην 1η Μπιενάλε της Αθήνας. Και μόνο η ιδέα ότι θα συμμετείχαμε, έστω ως θεατές, σε ένα δρώμενο παύλα event παύλα έκθεση, με τίτλο Destroy Athens, μας έκανε να νοιώθουμε έναν εξοβελισμό στη σφαίρα του παράλογου, μια ρήξη με τη σύμβαση του κόσμου και των υποκειμένων που τον κατοικούν, αλλά εντάξει... είπαμε. Όχι και να μου χαλάς τα υγρά όνειρα του κυριακάτικου πρωινού.
Πιτσιρίκος είναι όμως αυτός και η δίψα του για τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης είναι καταγεγραμμένη και τη ξέρει πια κι η κουτσή Μαρία.
Τι να κάνω η γυναίκα; Σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα και σε 2 μόλις ώρες ήμουν έτοιμη. Μ’ έναν καφέ στο χέρι μπήκα στην λιμουζίνα της Πετροβασίλαινας και κατέβηκα στο Γκάζι. Είπα στον οδηγό να με αφήσει μερικούς δρόμους πιο πριν, διότι είναι γνωστό ότι στην περιοχή δρουν εκτός από τους σύγχρονους δοσίλογους της ασφάλειας και κάτι ψωνισμένοι με την τέχνη απ’ τα βόρεια προάστια και ήθελα πρώτα να μεταμφιεστώ, πριν φτάσω, ώστε να μην με αναγνωρίσει κανείς.
Είχαμε ραντεβού έξω απ’ τις Σαρδέλλες και φτάνοντας διαπίστωσα ότι ο Πιτσιρίκος είχε κουβαλήσει μαζί του και τις δυο καμαριέρες του, τη Μαρίλη και τη Χαριτίνη.
Η επιμονή αυτού του παιδιού να κάνει τον κόσμο καλύτερο, ξεπερνάει μερικές φορές τα όρια της υπομονής μου, αλλά τι να ‘λεγα; Ευτυχώς είχα στο μεταξύ μεταμφιεστεί σε κριτικό τέχνης.
Μπήκαμε με τον Πιτσιρίκο και τα δουλάκια από πίσω. Καλύτερη αρχή δεν θα μπορούσε να έχει αυτή η έκθεση. Το πρώτο έργο που συναντήσαμε ήταν το «Detonation Germany», των Τζούλιαν Ρόσεφλεντ και Πιέρο Στάινλε. Οι καλλιτέχνες έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η Αθήνα αποτελεί μοντέλο για κάθε σύγχρονη δυτική πόλη, καταδεικνύουν σε επτά προβολές ότι οι πόλεις της Γερμανίας πρέπει να κατεδαφιστούν και να ξαναχτιστούν με πρότυπο την Αθήνα μας.
Εύγε στα παιδιά, έχω ήδη κανονίσει να ψωνίσω μερικά από τα έργα τους.
Για το έργο της Εύας Στεφανή είχα προετοιμάσει ένα σύντομο σεμινάριο για τη Μαρίλη και τη Χαριτίνη, αλλά ήταν βυθισμένες σε μια συζήτηση που μου έμοιαζε εξόχως σοβαρή και το κατάπια. Ο Πιτσιρίκος αναζητούσε σε κάθε έργο το βαθύτερο νόημα και είχαμε ήδη ξοδέψει ένα δίωρο, ενώ βρισκόμασταν μόλις στο δεύτερο κτίριο της έκθεσης. Είχα και πονοκέφαλο απ’ τις καϊπιρίνιες της προηγούμενης νύχτας κι έτσι ξαπόστασα σ’ ένα εντελώς άβολο σκαμπό και τους άφησα να προχωρήσουν μόνοι.
Χαμήλωσα τα μαύρα μου γυαλιά και άρχισα να σκανάρω το τοπίο για κανένα καλό τεκνό, αλλά φευ! Βρισκόμουν περιτριγυρισμένη από ψηφοφόρους του Συνασπισμού και ήταν προφανές ότι τίποτε καλό δεν επρόκειτο να συμβεί.
Όταν φθάσαμε στο δωμάτιο που ο Aidas Barekis είχε γεμίσει με παραμορφωμένους σκελετούς και οστά, η σκέψη μου πέταξε στην μικρή αδελφή της Παπασταύρου, που είναι φανατική emo και έχει απομονωθεί στα δάση της Νορβηγίας με τα μέλη ενός συγκροτήματος death metal και για λίγο δάκρυσα.
Ο καλός μου ο Πιτσιρίκος, ήρθε κοντά. Δεν χρειάστηκε να του εξηγήσω τίποτε, τα κατάλαβε όλα. Με πήρε αγκαλιά και μου υποσχέθηκε ότι θα γράψει ένα ποστ για το κορίτσι, μπας και επικοινωνήσει μαζί μας, είναι άλλωστε φανατική του αναγνώστρια όπως πολλά παραπλανημένα νέα παιδιά.
Χάρη στον παιδότοπο των Assume Vivid Astro Focus άρχισα να συνέρχομαι. H ντεκαντάνς του έργου, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα αρρωστημένη σαν τον εγκέφαλο παιδεραστή και ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή για να αφυπνιστώ καλλιτεχνικά αλλά και σαν οντότητα. Και μετά σου λέει ότι η Τέχνη δεν αλλάζει τον άνθρωπο!
Μια συμβουλή για τους διοργανωτές θα ήταν να έχουν και τίποτε να φάμε. Ειδικά αν προέρχεσαι από ξενύχτι, καμιά μακαρονάδα ή πατσάς θα ήταν ό,τι πρέπει για να στρώσει το στομάχι. Τα φαγάδικα τριγύρω μας αναστάτωναν με τις μυρουδιές και μας αποσπούσαν την προσοχή από την Τέχνη. Αυτοί οι άνθρωποι του μάρκετινγκ τίποτε δεν έχουν μάθει πια για τους Έλληνες φιλότεχνους;
Κρίμα είναι όλο το χρήμα απ' τη μάσα να το εισπράττουν τα γύρω καταστήματα, ενώ θα μπορούσε να γίνεται τρελό τσιμπούσι μέσα στην έκθεση και να τσεπώνουν το κατιτίς τους και οι δημιουργοί-καλλιτέχνες.
Πριν κλείσω αισθάνομαι την ανάγκη να δηλώσω ότι ο Στέλιος Φαϊτάκης είναι ο νέος μου καλλιτεχνικός θεός και ότι πρέπει να ζήσετε την εμπειρία της Αθηναϊκής Μπιενάλε no matter what. Η μόνη εμπειρία που συγκρίνεται με αυτήν είναι μια νύχτα σε επαρχιακό κωλάδικο με λαθρέμπορους καλλυντικών και πουτάνες της καλής κοινωνίας.