Το κλείσιμο του Ε.Τ. και του City είναι η αρχή μιας σειράς από λουκέτα που πρόκειται να μπουν, μιας σειράς αναμενόμενης που δεν αποτελεί έκπληξη, παρά μόνον για όσους είτε κοιμούνται όρθιοι είτε αδιαφορούν παγερά για τα μ.μ.ε.
Θα γραφούν και θα ειπωθούν πολλά, η πορεία όμως εφημερίδων, περιοδικών και καναλιών δεν πρόκειται να αλλάξει και η ουσία θα μείνει –όπως πάντα πλην ολίγων εξαιρέσεων- απ’ έξω.
Για την τηλεόραση τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Χρειάζονται λεφτά –για την ακρίβεια πολλά λεφτά- κοινός νους και γνώση. Χρειάζονται επίσης αντανακλαστικά. Στην Ελλάδα, εκτός του ότι τα κανάλια εκπέμπουν από πάντα χωρίς άδεια –επίτηδες ώστε η σχέση τους με την πολιτική εξουσία να είναι αμφίδρομα χειραγωγήσιμη- βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο. Εννοείται ότι σε όλο τον κόσμο η τηλεόραση λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως μέσω ελέγχου του όχλου. Απλώς στις χώρες όπου η τηλεόραση εκπέμπει χρόνια πολλά, έχει γίνει αντιληπτό ότι αυτό δεν πρέπει να το πετάς στη μάπα του κοινού. Επίσης έχει γίνει αντιληπτό ότι υπάρχουν διαφορετικά «κοινά» και αν θέλεις να τα χειραγωγήσεις, οφείλεις να εκπέμπεις ένα πρόγραμμα για όλα τα κοινά και όχι μόνον για τα ευκόλως χειραγωγήσιμα. Επίσης, οφείλεις να γίνεις άσος στο «ξεκάρφωμα».
Στην Ελλάδα, επιλέχθηκε η λύση της ηλιθιοποίησης των «κοινών», που οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου το πρόγραμμα των καναλιών παρακολουθούν κρεβατωμένοι συνταξιούχοι, νοικοκυρές που δεν παρακολουθούν, αλλά απλώς ακούν για να συνοδεύουν το μαγείρεμα και ντιπ ηλίθιοι, που χρεώνουν τα τρία κακά της μοίρας τους στις κυβερνήσεις που οι ίδιοι εκλέγουν, ζηλεύοντας που δεν μετέχουν στο λυσσαλέο πλιάτσικο. Τα υπόλοιπα «κοινά», είτε δεν βλέπουν πια τηλεόραση, είτε τη χρησιμοποιούν ως συσκευή παρακολούθησης ταινιών και αμερικάνικων σήριαλ. Η γοητεία και ο μαγνητισμός του μέσου, κατάφερε να συρρικνώσει ακόμη και το ταλέντο του Λαζόπουλου, ο οποίος, από εύστοχος καταγραφέας των ανθρώπινων αδυναμιών, μετέτρεψε τον εαυτό του σε γκρινιάρη χαϊδολόγο του ρουφιάνου που κρύβει μέσα του ένας λαός, που από το δημοτικό κιόλας μαθαίνει πως «δεν φταίω εγώ κύριε... ο πισινός μου το έκανε».
Στις εφημερίδες, όλοι μιλούν για μια εποχή μετάβασης και αλλαγών, αλλά ουδείς εννοεί αυτό που λέει. Αυτό που εννοούν, όσοι σπεύδουν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους ως opinion leaders, είναι ότι πρέπει να παραστήσουμε πως αλλάζουμε, με σκοπό να παραμείνουν τα πράγματα ακριβώς όπως ήταν και πριν. Οι ίδιοι δηλαδή άνθρωποι να έχουν το γενικό κουμάντο.
Οι ευκαιρίες που χάθηκαν τα προηγούμενα 20 χρόνια στην Ελλάδα, τα περίφημα «τραίνα» που πέρασαν και όλοι φρόντισαν να μην «ανέβουμε» είναι γνωστά. Μιλούσαν σε συνέδρια, ο ένας μετά τον άλλον οι ειδικοί, για τη στόχευση της ελληνικής οικονομίας, τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες, περνούσαν τα κοινοτικά πακέτα και το μόνο που καταλάβαιναν οι «υπεύθυνοι» και τα τσιράκια τους ήταν ότι «ήρθε το δολάριο».
Για να επιτευχθεί λοιπόν ο στόχος, δηλαδή η καθοδήγηση για το σχηματισμό μιας φανταστικής εικόνας της χώρας που προοδεύει –που στην πραγματικότητα πρόκειται για μερικές οικογένειες που απλά γίνονται πλουσιότερες- ήταν απαραίτητο να προσλαμβάνονται άσχετοι, πουλημένοι ή εξ επαγγέλματος οσφυοκάμπτες.
Στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι τελευταίες αντιστάσεις ενώπιον της προδήλου αληθείας -που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά πάνω μας- προκύπτουν από το γεγονός ότι οι πολίτες εκεί έχουν ζήσει μερικές δεκαετίες απολαμβάνοντας «προνόμια» τα οποία στην Ελλάδα φαντάζουν επιεικώς από άλλον πλανήτη. Στη Μεγάλη Βρετανία π.χ. –παρόλο τον οδοστρωτήρα του νεοφιλελευθερισμού- υπάρχουν ακόμη μονογονεϊκές οικογένειες που ζουν χάρη στις επιδοτήσεις του κράτους, στα χαμηλά όρια της αξιοπρέπειας είναι η αλήθεια, όρια πάντως που στην Ελλάδα δεν εξασφαλίζεις ούτε με δυο εργαζόμενους γονείς.
Εδώ πάλι, κορυφαίος λαϊκός ενημερωτής–του οποίου η εφημερίδα την προηγούμενη Κυριακή δεν πούλησε
ούτε 700 φύλλα, αλλά στην απορρόφηση κρατικής διαφήμισης σκίζει- όταν είχε ανάψει η κουβέντα για την εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών-γυναικών, ωρυόταν από το τηλεοπτικό παράθυρο που τον φιλοξενούσε –έναντι αδράς αμοιβής- πως δεν κατανοούσε γιατί διαμαρτύρονται οι ελληνίδες μάνες και γιατί η λουξεμβούργια ή ολλανδή μάνα πρέπει να εργάζεται μέχρι τα 65 της χρόνια. Η απάντηση, πέρα από μια ροχάλα, είναι πως αν η ελληνίδα μάνα μάθει τι παρέχεται στις προαναφερόμενες μάνες της αλλοδαπής από τα κράτη στα οποία διαβιούν, θα αυτοπυρποληθεί μέσα στις φλόγες της μολότοφ που θα έχει ρίξει στα γραφεία της εφημερίδας του ανωτέρω Δημοσιογράφου.
Ούτως ή αλλιώς οι εφημερίδες και τα περιοδικά της χώρας πέρασαν και δεν άγγιξαν τη σχέση που δημιούργησαν με τους αναγνώστες τους ιστορικοί τίτλοι του εξωτερικού, πόσω μάλλον τους λόγους για τους οποίους ένα έντυπο χαρακτηρίζεται «ιστορικό». Και εφόσον ακόμη και τέτοια ισχυρά έντυπα ανά τον κόσμο ψάχνονται, κλείνουν, βρίσκονται σε κρίση, είναι απορίας άξιο -και οφείλεται αποκλειστικά σε κρυμμένο, κλεμμένο και καταφανώς συμφεροντολογικά διοχετευμένο χρήμα- το πως ακόμη δεν έχουν κλείσει τουλάχιστον τα μισά από τα έντυπα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Πέρα από βαθυστόχαστες ή επιφανειακές αναλύσεις, μετά από δεκαετίες απόρριψης ιδεών και ιδεολογιών ως ρομαντικών, άχρηστων και αναποτελεσματικών και απόλυτης κυριαρχίας και εξιδανίκευσης της απορυθμισμένης, στεγνής οικονομίας, είναι είτε αφελές είτε εκ του πονηρού να χύνονται δάκρυα για τις επιπτώσεις στον τύπο και την κρίση στη δημοσιογραφία, που υπηρέτησε σαν πιστό σκυλί όποιον την πλήρωνε. Απλά διότι εξ ορισμού δεν είναι αυτή η δουλειά της.
Στο μεταξύ, ενώ αυτά συμβαίνουν στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, παραέξω, που το σύστημα είχε πατήσει τρελά γκάζια, έχουν αρχίσει να σκίζονται τα λάστιχα, να καίγονται οι τσιμούχες και να σκάνε οι κινητήρες. Εδώ που όλα γίνονται με δανεικά, τι ακριβώς περιμένουμε να συμβεί;